στύφτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στύφτης οι στύφτες
      γενική του στύφτη των στυφτών
    αιτιατική τον στύφτη τους στύφτες
     κλητική στύφτη στύφτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στύφτης < στυπ- (στύβω) + -της με ανομοίωση [pt] > [ft][1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈsti.ftis/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

στύφτης αρσενικό

  • μηχανισμός ή μικρό σκεύος που βοηθά στην πίεση φρούτων (λεμόνια, πορτοκάλια) ώστε να βγει ο χυμός τους

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]