στῖμι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | στῖμῐ | τὰ | στίμη - στίμεᾰ | ||||
γενική | τοῦ | στίμῐος - στίμμεως & στίμμιδος |
τῶν | στιμέων | ||||
δοτική | τῷ | στίμει | τοῖς | στίμεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸ | στῖμῐ | τὰ | στίμη - στίμεᾰ | ||||
κλητική ὦ! | στῖμῐ | στίμη - στίμεᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στίμει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | στιμέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'στίμμι' όπως «στῖμι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στῖμι ουδέτερο
- άλλη μορφή του στίμμι
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'στίμμι' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'στίμμι' εξαιρέσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης ουδέτερα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά προπερισπώμενα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπερισπώμενα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'στίμμι' περισπώμενα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις προπερισπώμενες (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)