συγγιγνώσκω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
συγγιγνώσκω
- έχω την ίδια γνώμη (με άλλον)
- συμφωνώ, αποδέχομαι την γνώμη (του άλλου)
- υποχωρώ, αποδέχομαι τη γνώμη (του άλλου)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- συγγιγνώσκω ἑμαυτῷ: έχω την εντύπωση ότι