συγκέντρωσης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
συγκέντρωσης θηλυκό
- γενική ενικού του συγκέντρωση
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- συγκεντρώσεως (λόγιο)
συγκέντρωσης θηλυκό