Μετάβαση στο περιεχόμενο

συγκέντρωσις

Από Βικιλεξικό
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συγκέντρωσῐς αἱ συγκεντρώσεις
      γενική τῆς συγκεντρώσεως τῶν συγκεντρώσεων
      δοτική τῇ συγκεντρώσει ταῖς συγκεντρώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν συγκέντρωσῐν τὰς συγκεντρώσεις
     κλητική ! συγκέντρωσῐ συγκεντρώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συγκεντρώσει
γεν-δοτ τοῖν  συγκεντρωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συγκέντρωσις (ελληνιστική κοινή) < αμάρτυρος τύπος *συγκεντρῶ (κλίση -όω) + -σις με συγ- + κέντρ(ον) + -ωσις
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: συγκέντρωση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

συγκέντρωσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)