συγκαλά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συγκαλά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό (ελλειπτικό ουσιαστικό)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συγκαλά
|