Μετάβαση στο περιεχόμενο

συγκαλύπτω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συγκαλύπτω < αρχαία ελληνική συγκαλύπτω < συν- + καλύπτω

συγκαλύπτω (παθητική φωνή του ρήματος συγκαλύπτομαι)

  1. (κυριολεκτικά, σπάνιο) σκεπάζω κάτι εντελώς
  2. (μεταφορικά) κρατάω κάτι κρυφό· αποκρύβω (ένοχη ή παράνομη πράξη)
  3. αποσιωπώ

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]