συγκαταβατικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συγκαταβατικός < ελληνιστική συγκαταβατικός< συγκαταβαίνω
Επίθετο[επεξεργασία]
συγκαταβατικός
- αυτός που δείχνει συγκατάβαση
- που είναι επιεικής, ενδοτικός
Συγγενικά[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συγκαταβατικός