συγκατοίκισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συγκατοίκισσα < συγκάτοικος + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συγκατοίκισσα[1] θηλυκό
- (προφορικό) θηλυκό του συγκάτοικος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συγκατοίκισσα
|
- ↑ συγκάτοικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας