συγκατοίκισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συγκατοίκισσα οι συγκατοίκισσες
      γενική της συγκατοίκισσας των συγκατοικισσών
    αιτιατική τη συγκατοίκισσα τις συγκατοίκισσες
     κλητική συγκατοίκισσα συγκατοίκισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συγκατοίκισσα < συγκάτοικος + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συγκατοίκισσα[1] θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]