συγκατοικώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: συγκατοικῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συγκατοικώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συγκατοικῶ, συνηρημένος τύπος του συγκατοικέω < σύν (συγ-) + κατοικέω / κατοικῶ < κάτοικος < κατά + οἶκος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /siŋ.ɡa.tiˈko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐γκα‐τοι‐κώ
παλιότερος συλλαβισμός: συγ‐κα‐τοι‐κώ
τονικό παρώνυμο: συγκάτοικο

Ρήμα[επεξεργασία]

συγκατοικώ, αόρ.: συγκατοίκησα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις συν, κάτοικος και οίκος

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]