συγκεντρωτικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συγκεντρωτικά < συγκεντρωτικός

Επίρρημα[επεξεργασία]

συγκεντρωτικά

  1. με συγκεντρωτικό τρόπο
  2. συνολικά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

συγκεντρωτικά