Μετάβαση στο περιεχόμενο

συγκλονίζω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συγκλονίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική συγκλονίζω μεταπλασμένος τύπος για < αρχαία ελληνική συγκλονῶ[1] Συγχρονικά αναλύεται σε συγ- + κλονίζω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /siŋ.ɡloˈni.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συγκλονίζω

συγκλονίζω, αόρ.: συγκλόνισα, παθ.φωνή: συγκλονίζομαι, π.αόρ.: συγκλονίστηκα, μτχ.π.π.: συγκλονισμένος

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.