συγκλονίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συγκλονίζω < αρχαία ελληνική συγκλονῶ
Ρήμα[επεξεργασία]
συγκλονίζω (παθητική φωνή: συγκλονίζομαι)
- προκαλώ έντονη ψυχική αναστάτωση
- Ο θάνατος της θείας που με μεγάλωσε ήταν αναπάντεχος και με συγκλόνισε. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συγκλονίζω | συγκλόνιζα | θα συγκλονίζω | να συγκλονίζω | συγκλονίζοντας | |
β' ενικ. | συγκλονίζεις | συγκλόνιζες | θα συγκλονίζεις | να συγκλονίζεις | συγκλόνιζε | |
γ' ενικ. | συγκλονίζει | συγκλόνιζε | θα συγκλονίζει | να συγκλονίζει | ||
α' πληθ. | συγκλονίζουμε | συγκλονίζαμε | θα συγκλονίζουμε | να συγκλονίζουμε | ||
β' πληθ. | συγκλονίζετε | συγκλονίζατε | θα συγκλονίζετε | να συγκλονίζετε | συγκλονίζετε | |
γ' πληθ. | συγκλονίζουν(ε) | συγκλόνιζαν συγκλονίζαν(ε) |
θα συγκλονίζουν(ε) | να συγκλονίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συγκλόνισα | θα συγκλονίσω | να συγκλονίσω | συγκλονίσει | ||
β' ενικ. | συγκλόνισες | θα συγκλονίσεις | να συγκλονίσεις | συγκλόνισε | ||
γ' ενικ. | συγκλόνισε | θα συγκλονίσει | να συγκλονίσει | |||
α' πληθ. | συγκλονίσαμε | θα συγκλονίσουμε | να συγκλονίσουμε | |||
β' πληθ. | συγκλονίσατε | θα συγκλονίσετε | να συγκλονίσετε | συγκλονίστε | ||
γ' πληθ. | συγκλόνισαν συγκλονίσαν(ε) |
θα συγκλονίσουν(ε) | να συγκλονίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συγκλονίσει | είχα συγκλονίσει | θα έχω συγκλονίσει | να έχω συγκλονίσει | ||
β' ενικ. | έχεις συγκλονίσει | είχες συγκλονίσει | θα έχεις συγκλονίσει | να έχεις συγκλονίσει | ||
γ' ενικ. | έχει συγκλονίσει | είχε συγκλονίσει | θα έχει συγκλονίσει | να έχει συγκλονίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συγκλονίσει | είχαμε συγκλονίσει | θα έχουμε συγκλονίσει | να έχουμε συγκλονίσει | ||
β' πληθ. | έχετε συγκλονίσει | είχατε συγκλονίσει | θα έχετε συγκλονίσει | να έχετε συγκλονίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συγκλονίσει | είχαν συγκλονίσει | θα έχουν συγκλονίσει | να έχουν συγκλονίσει |
|