συγκοινωνιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συγκοινωνιακός < (μαρτυρείται από το 1898) συγκοινωνία
Επίθετο
[επεξεργασία]συγκοινωνιακός
- που έχει σχέση με τη συγκοινωνία