συγκρατήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

συγκρατήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος συγκρατώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συγκρατώ
  3. θα συγκρατήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συγκρατώ