συγκρατούμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | συγκρατούμενος | οι | συγκρατούμενοι |
γενική | του | συγκρατούμενου & συγκρατουμένου |
των | συγκρατούμενων & συγκρατουμένων |
αιτιατική | τον | συγκρατούμενο | τους | συγκρατούμενους & συγκρατουμένους |
κλητική | συγκρατούμενε | συγκρατούμενοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συγκρατούμενος < συν- + κρατούμενος
Μετοχή[επεξεργασία]
συγκρατούμενος -η -ο
- που κρατείται μαζί με κάποιον άλλο από τις αστυνομικές αρχές στο ίδιο κελί της φυλακής ή στο ίδιο κρατητήριο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συγκρατούμενος