συγκρατούμενος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συγκρατούμενος οι συγκρατούμενοι
      γενική του συγκρατούμενου
συγκρατουμένου
των συγκρατούμενων
συγκρατουμένων
    αιτιατική τον συγκρατούμενο τους συγκρατούμενους
συγκρατουμένους
     κλητική συγκρατούμενε συγκρατούμενοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συγκρατούμενος < συν- + κρατούμενος

Μετοχή[επεξεργασία]

συγκρατούμενος -η -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]