συγκριμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συγκριμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συγκρίνω
Μετοχή[επεξεργασία]
συγκριμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη συγκρίνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συγκριμένος
|