συγκριτολογικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συγκριτολογικός η συγκριτολογική το συγκριτολογικό
      γενική του συγκριτολογικού της συγκριτολογικής του συγκριτολογικού
    αιτιατική τον συγκριτολογικό τη συγκριτολογική το συγκριτολογικό
     κλητική συγκριτολογικέ συγκριτολογική συγκριτολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συγκριτολογικοί οι συγκριτολογικές τα συγκριτολογικά
      γενική των συγκριτολογικών των συγκριτολογικών των συγκριτολογικών
    αιτιατική τους συγκριτολογικούς τις συγκριτολογικές τα συγκριτολογικά
     κλητική συγκριτολογικοί συγκριτολογικές συγκριτολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συγκριτολογικός < συγκριτολογία < συγκρίνω + λόγος

Επίθετο[επεξεργασία]

συγκριτολογικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]