συγκρουσμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συγκρουσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συγκρούομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
συγκρουσμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη συγκρούομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συγκρουσμένος
|