Μετάβαση στο περιεχόμενο

συγχορδία

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συγχορδία οι συγχορδίες
      γενική της συγχορδίας των συγχορδιών
    αιτιατική τη συγχορδία τις συγχορδίες
     κλητική συγχορδία συγχορδίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συγχορδία < λείπει η ετυμολογία
Συγχορδία αποτελούμενη από τρεις νότες.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

συγχορδία θηλυκό

  1. (μουσική) το ταυτόχρονο παίξιμο τριών ή περισσότερων μουσικών φθόγγων

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

συγχορδία θηλυκό

  1. η αρμονία