συγχρηματοδοτούμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
συγχρηματοδοτούμενος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος συγχρηματοδοτώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συγχρηματοδοτούμενος
|