συγχρηματοδοτούμενος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συγχρηματοδοτούμενος η συγχρηματοδοτούμενη το συγχρηματοδοτούμενο
      γενική του συγχρηματοδοτούμενου της συγχρηματοδοτούμενης του συγχρηματοδοτούμενου
    αιτιατική τον συγχρηματοδοτούμενο τη συγχρηματοδοτούμενη το συγχρηματοδοτούμενο
     κλητική συγχρηματοδοτούμενε συγχρηματοδοτούμενη συγχρηματοδοτούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συγχρηματοδοτούμενοι οι συγχρηματοδοτούμενες τα συγχρηματοδοτούμενα
      γενική των συγχρηματοδοτούμενων των συγχρηματοδοτούμενων των συγχρηματοδοτούμενων
    αιτιατική τους συγχρηματοδοτούμενους τις συγχρηματοδοτούμενες τα συγχρηματοδοτούμενα
     κλητική συγχρηματοδοτούμενοι συγχρηματοδοτούμενες συγχρηματοδοτούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

συγχρηματοδοτούμενος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]