συγχρηματοδότηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συγχρηματοδότηση | οι | συγχρηματοδοτήσεις |
γενική | της | συγχρηματοδότησης* | των | συγχρηματοδοτήσεων |
αιτιατική | τη | συγχρηματοδότηση | τις | συγχρηματοδοτήσεις |
κλητική | συγχρηματοδότηση | συγχρηματοδοτήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συγχρηματοδοτήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συγχρηματοδότηση < συγχρηματοδοτώ + -(η)ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συγχρηματοδότηση θηλυκό
- (οικονομία) η από κοινού χρηματοδότηση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συγχρηματοδότηση
|