συγχρονικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συγχρονικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) γαλλική synchronique < synchrone(e) (σύγχρον(ος)) + -ique (-ικός)
Επίθετο[επεξεργασία]
συγχρονικός
- που συμπίπτει χρονικά, ο συγχρονισμένος
- που τεκμαίρεται ή προκύπτει με αναγωγή στο παρόν/τώρα/σήμερα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- συγχρονίζω
- συγχρονία
- συγχρονικότητα
- συγχρονισμός
- και → δείτε τη λέξη σύγχρονος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συγχρονικός
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)