συγχρωτίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συγχρωτίζομαι < ελληνιστική κοινή συγχρωτίζομαι < σύν + αρχαία ελληνική χρώς

Ρήμα[επεξεργασία]

συγχρωτίζομαι

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]