συγχυσμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συγχυσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος συγχύζω < μεσαιωνική ελληνική συγχύζω < ελληνιστική κοινή σύγχυσις < αρχαία ελληνική συγχέω < σύν + χέω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /siŋ.çiˈzme.nos/
Μετοχή
[επεξεργασία]συγχυσμένος, -η, -ο
- που είναι ταραγμένος τόσο πολύ ώστε τα χάνει, νιώθει σύγχυση, καταστενοχωρημένος, σκασμένος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σημειώσεις
[επεξεργασία]- συγκεχυμένος: παθητική μετοχή του ρήματος συγχέω (σημαίνει μπερδεμένος, δυσδιάκριτος)
- συγχυσμένος: παθητική μετοχή του ρήματος συγχύζω (σημαίνει ταραγμένος, αναστατωμένος)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)