συγχωρέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
συγχωρέω
- υποχωρώ για να χωρέσουμε, συμφωνώ, παραδέχομαι, παραχωρώ, συναινώ
- απρόσωπο συγχωρεί : είναι συμπεφωνημένο, έχει συμφωνηθεί, είναι δυνατόν
Συγγενικά[επεξεργασία]
- συγχώρησις,-εως
- συγχωρητέος,α,ον : πρέπει να συγχωρηθεί