συγχωρητέος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
συγχωρητέος : ρηματικό επίθετο
- που υπάρχει η δυνατότητα να συγχωρηθεί, να μην τιμωρηθεί, που ίσως θα ήταν καλό να συγχωρηθεί, που δεν έχει κάνει κάτι ασυγχώρητο ή χωρίς δικαιολογία
- δεν κατόρθωσε ν' αντισταθεί σ' έναν πειρασμό έτσι κι αλλιώς συγχωρητέο, και, σκύβοντας μπροστά, άγγιξε την πλάτη του θηρίου (Alberto Moravia, Ο Κροκόδειλος, μετ. Σωτ. Τριβιζά)