συκομουριά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συκομουριά οι συκομουριές
      γενική της συκομουριάς των συκομουριών
    αιτιατική τη συκομουριά τις συκομουριές
     κλητική συκομουριά συκομουριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μια 'συκομουριά.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συκομουριά < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή συκομορέα κατά το μορέα > μουριά [1] → δείτε τις λέξεις σύκο και μουριά

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /si.ko.muɾˈʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: sσυ‐κο‐μου‐ριά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συκομουριά θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]