συκοφάντισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συκοφάντισσα < συκοφάντης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συκοφάντισσα θηλυκό
- → δείτε τη λέξη συκοφάντης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συκοφάντισσα
|