συκοφαντήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
συκοφαντήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συκοφαντώ
- θα συκοφαντήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συκοφαντώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
συκοφαντήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του συκοφάντηση