συκοφαντία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συκοφαντία οι συκοφαντίες
      γενική της συκοφαντίας των συκοφαντιών
    αιτιατική τη συκοφαντία τις συκοφαντίες
     κλητική συκοφαντία συκοφαντίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συκοφαντία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συκοφαντία < συκοφάντης< σῦκον + φαίνομαι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /si.ko.fanˈdi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐κο‐φα‐ντί‐α
παλιότερος συλλαβισμός: συ‐κο‐φαν‐τί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συκοφαντία θηλυκό

  • ψευδής κατηγορία που εκτοξεύεται ηθελημένα εναντίον κάποιου με σκοπό να τον βλάψει

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συκοφαντί αἱ συκοφαντίαι
      γενική τῆς συκοφαντίᾱς τῶν συκοφαντιῶν
      δοτική τῇ συκοφαντί ταῖς συκοφαντίαις
    αιτιατική τὴν συκοφαντίᾱν τὰς συκοφαντίᾱς
     κλητική ! συκοφαντί συκοφαντίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συκοφαντί
γεν-δοτ τοῖν  συκοφαντίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζητούμενο λήμμα

Πηγές[επεξεργασία]