συκώτι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συκώτι τα συκώτια
      γενική του συκωτιού των συκωτιών
    αιτιατική το συκώτι τα συκώτια
     κλητική συκώτι συκώτια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ανθρώπινο συκώτι
συκώτι μαγειρεμένο με κρεμμύδια και πουρέ

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συκώτι < μεσαιωνική ελληνική συκώτι < συκώτιον, υποκοριστικό του συκωτόν < φράση (ἧπαρ) συκωτόν (συκώτι ζώου θρεμμένου με σύκα) < συκωτός (θρεμμένος με σύκα) < σύκον

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /siˈko.ti/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συκώτι ουδέτερο

  1. (ανατομία) μεγάλος αδένας, στον άνθρωπο και στα άλλα σπονδυλωτά, στο επάνω δεξιό τμήμα της κοιλιακής χώρας, που εκκρίνει τη χολή και εκτελεί τις λειτουργίες του μεταβολισμού και της αποτοξίνωσης του αίματος
     συνώνυμα: ήπαρ
    η κίρρωση είναι ασθένεια του συκωτιού
  2. (γαστρονομία) συκώτι ζώου για μαγείρεμα
    συκώτι μοσχαρίσιο στο φούρνο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]