συλλογή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συλλογή < αρχαία ελληνική συλλογή < συλλέγω < σύν + λέγω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συλλογή θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συλλέγω
- η συγκέντρωση πραγμάτων
- με τη συλλογή των σκουπιδιών θα ασχοληθούμε αύριο
- για τη συλλογή όλων των στοιχείων θα χρειαστούν τρεις υπάλληλοι
- η συστηματική συγκέντρωση ομοειδών πραγμάτων
- ασχολείται με τη συλλογή έργων τέχνης
- (συνεκδοχικά) τα συστηματικά συγκεντρωμένα ομοειδή πράγματα
- είχε μια τεράστια συλλογή από πεταλούδες
- η συγκέντρωση πραγμάτων
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- κειμένων, σπαραγμάτων, βιβλίων: απάνθισμα (συνήθως για βιβλία), ανάλεκτα (συνήθως για μικρά κείμενα ή φράσεις)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συλλογή