συλλογισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συλλογισμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συλλογισμός < συλλογίζομαι [1] < σύν (συλ-) + λογίζομαι < λόγος[2]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /si.lo.ʝiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συλ‐λο‐γι‐σμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συλλογισμός αρσενικό
- (γενικά) η λογική σκέψη που μας οδηγεί σε ένα συμπέρασμα
- (λογική) η νοητική διαδικασία με την οποία ένα συμπέρασμα εξάγεται από μία ή περισσοτερες προκείμενες προτάσεις
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη συλλογίζομαι
- → δείτε και τις λέξεις συλλέγω και λέγω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συλλογισμός
[επεξεργασία]
- ↑ συλλογισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα συλ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λογική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)