συμβίωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συμβίωση οι συμβιώσεις
      γενική της συμβίωσης* των συμβιώσεων
    αιτιατική τη συμβίωση τις συμβιώσεις
     κλητική συμβίωση συμβιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συμβιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συμβίωση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συμβίωσις < αρχαία ελληνική συμβιόω / συμβιῶ < σύν (συμ- + βίος
για τη βιολογία < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική symbiose [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /siɱˈvi.o.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συμ‐βί‐ω‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συμβίωση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]