συμβαλλόμενος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συμβαλλόμενος η συμβαλλόμενη
συμβαλλομένη
το συμβαλλόμενο
      γενική του συμβαλλόμενου
συμβαλλομένου
της συμβαλλόμενης
συμβαλλομένης
του συμβαλλόμενου
συμβαλλομένου
    αιτιατική τον συμβαλλόμενο τη συμβαλλόμενη
συμβαλλομένη
το συμβαλλόμενο
     κλητική συμβαλλόμενε συμβαλλόμενη
συμβαλλομένη
συμβαλλόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συμβαλλόμενοι οι συμβαλλόμενες τα συμβαλλόμενα
      γενική των συμβαλλόμενων
συμβαλλομένων
των συμβαλλόμενων
συμβαλλομένων
των συμβαλλόμενων
συμβαλλομένων
    αιτιατική τους συμβαλλόμενους
συμβαλλομένους
τις συμβαλλόμενες τα συμβαλλόμενα
     κλητική συμβαλλόμενοι συμβαλλόμενες συμβαλλόμενα
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, όπως στην αρχαία κλίση.
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «περιλαμβανόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συμβαλλόμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συμβαλλόμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος συμβάλλω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /siɱ.vaˈlo.me.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συμ‐βαλ‐λό‐με‐νος

Μετοχή[επεξεργασία]

συμβαλλόμενος, -η, -ο (θηλυκό συμβαλλόμενη ή συμβαλλομένη)

  • (λόγιο) ένας από δύο ή περισσότερους (συνήθως άτομα ή φυσικά πρόσωπα ή και εταιρείες) που συμφωνούν σε κάτι
    Τα συμβαλλόμενα μέρη συμφώνησαν το συμφωνητικό να έχει τριετή διάρκεια.

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική συμβαλλόμενος συμβαλλομένη τὸ συμβαλλόμενον
      γενική τοῦ συμβαλλομένου τῆς συμβαλλομένης τοῦ συμβαλλομένου
      δοτική τῷ συμβαλλομέν τῇ συμβαλλομέν τῷ συμβαλλομέν
    αιτιατική τὸν συμβαλλόμενον τὴν συμβαλλομένην τὸ συμβαλλόμενον
     κλητική ! συμβαλλόμενε συμβαλλομένη συμβαλλόμενον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ συμβαλλόμενοι αἱ συμβαλλόμεναι τὰ συμβαλλόμεν
      γενική τῶν συμβαλλομένων τῶν συμβαλλομένων τῶν συμβαλλομένων
      δοτική τοῖς συμβαλλομένοις ταῖς συμβαλλομέναις τοῖς συμβαλλομένοις
    αιτιατική τοὺς συμβαλλομένους τὰς συμβαλλομένᾱς τὰ συμβαλλόμεν
     κλητική ! συμβαλλόμενοι συμβαλλόμεναι συμβαλλόμεν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ συμβαλλομένω τὼ συμβαλλομέν τὼ συμβαλλομένω
      γεν-δοτ τοῖν συμβαλλομένοιν τοῖν συμβαλλομέναιν τοῖν συμβαλλομένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λυόμενος' όπως «λυόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

συμβαλλόμενος, -η, -ο