συμβατότης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | συμβατότης | αἱ | συμβατότητες | ||||
γενική | τῆς | συμβατότητος | τῶν | συμβατοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | συμβατότητι | ταῖς | συμβατότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | συμβατότητα | τὰς | συμβατότητᾰς | ||||
κλητική ὦ! | συμβατότης | συμβατότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συμβατότης < συμβατ(ός) + -ότης → και δείτε τη λέξη συμβατότητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συμβατότης, -ητος θηλυκό