συμβολίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συμβολίστρια < συμβολιστής + -τρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συμβολίστρια θηλυκό
- θηλυκό του συμβολιστής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συμβολίστρια
|