συμβολαιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]συμβολαιακός, -ή, -ό
- που γίνεται κατόπιν υπογραφής συμβολαίου
- Να καλύψει εξολοκλήρου με ελληνικό κριθάρι τις ανάγκες της παραγωγής της μέχρι το 2015 στοχεύει η εταιρεία, η οποία διπλασίασε ήδη τον αριθμό των παραγωγών που συμμετέχουν στο πρόγραμμα συμβολαιακής καλλιέργειας κριθαριού, με αποτέλεσμα αυτοί να ανέρχονται πλέον στους 2.100. (Εφημερίδα Το Βήμα, 5/4/2013)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συμβολαιακός
|