συμβολισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συμβολισμένος η συμβολισμένη το συμβολισμένο
      γενική του συμβολισμένου της συμβολισμένης του συμβολισμένου
    αιτιατική τον συμβολισμένο τη συμβολισμένη το συμβολισμένο
     κλητική συμβολισμένε συμβολισμένη συμβολισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συμβολισμένοι οι συμβολισμένες τα συμβολισμένα
      γενική των συμβολισμένων των συμβολισμένων των συμβολισμένων
    αιτιατική τους συμβολισμένους τις συμβολισμένες τα συμβολισμένα
     κλητική συμβολισμένοι συμβολισμένες συμβολισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

συμβολισμένος, -η, -ο




Μεταφράσεις[επεξεργασία]