συμβολιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συμβολιστικός < συμβολιστής + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
συμβολιστικός
- που έχει σχέση με τον συμβολισμό ή τον συμβολιστή ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- συμβολιστικά
- συμβολιστικώς
- → δείτε τις λέξεις συμβολίζω και σύμβολο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συμβολιστικός
|