συμβουλευτή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
συμβουλευτή
- συμβουλευτής, στη γενική του ενικού
- συμβουλευτής, στην αιτιατική του ενικού
- συμβουλευτής, στην κλητική του ενικού