Μετάβαση στο περιεχόμενο

συμβούλιο

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: συμβόλαιο, σύμβουλο, σύμβολο
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συμβούλιο τα συμβούλια
      γενική του συμβουλίου
& συμβούλιου
των συμβουλίων
    αιτιατική το συμβούλιο τα συμβούλια
     κλητική συμβούλιο συμβούλια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συμβούλιο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συμβούλιον < αρχαία ελληνική συμβουλή / συμβουλία < σύν (συμ-) + βουλή < βούλομαι, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική conseil [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /siɱˈvu.li.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συμβούλιο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

συμβούλιο ουδέτερο

  1. συνάθροιση ατόμων, που έχουν οριστεί ή εκλεγεί, προκειμένου να αποφασίσουν, μετά από συζήτηση, για διάφορα θέματα
  2. (συνεκδοχικά) το σύνολο των ατόμων που μετέχουν στη συνάθροιση

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]