Μετάβαση στο περιεχόμενο

συμβούλιον

Από Βικιλεξικό
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ συμβούλιον τὰ συμβούλι
      γενική τοῦ συμβουλίου τῶν συμβουλίων
      δοτική τῷ συμβουλί τοῖς συμβουλίοις
    αιτιατική τὸ συμβούλιον τὰ συμβούλι
     κλητική ! συμβούλιον συμβούλι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συμβουλίω
γεν-δοτ τοῖν  συμβουλίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συμβούλιον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική συμβουλ(ή) + -ιον
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: συμβούλιο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

συμβούλιον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  1. συμβουλή
  2. διάσκεψη, σύσκεψη συμβουλίου, ιδίως ρωμαϊκό consilium

Συγγενικά

[επεξεργασία]