συμμετοχή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συμμετοχή < (ελληνιστική κοινή) συμμετοχή < αρχαία ελληνική συμμετέχω < σύν + μετέχω < μετά + ἔχω < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *seǵʰ- (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική participation)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συμμετοχή θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συμμετέχω
[επεξεργασία]
- συμμετοχικά
- συμμετοχικός
- → δείτε τις λέξεις μετέχω και έχω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συμμετοχή