συμμοριόπληκτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συμμοριόπληκτος < συμμορί(α) + -ό- + -πληκτος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο[επεξεργασία]
συμμοριόπληκτος, -η, -ο
- που έχει πληγεί από συμμορίες ή (παρωχημένο) από τον συμμοριτοπόλεμο
- ≈ συνώνυμα: ανταρτόπληκτος
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συμμοριόπληκτος
|