Μετάβαση στο περιεχόμενο

συμπάσχω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συμπάσχω < αρχαία ελληνική συμπάσχω (συν- + πάσχω)

συμπάσχω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]