συμπάσχων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συμπάσχων
συμπάσχοντας
η συμπάσχουσα το συμπάσχον
      γενική του συμπάσχοντος
συμπάσχοντα
της συμπάσχουσας
συμπασχούσης*
του συμπάσχοντος
    αιτιατική τον συμπάσχοντα τη συμπάσχουσα το συμπάσχον
     κλητική συμπάσχων
συμπάσχοντα
συμπάσχουσα συμπάσχον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συμπάσχοντες οι συμπάσχουσες τα συμπάσχοντα
      γενική των συμπασχόντων των συμπασχουσών των συμπασχόντων
    αιτιατική τους συμπάσχοντες τις συμπάσχουσες τα συμπάσχοντα
     κλητική συμπάσχοντες συμπάσχουσες συμπάσχοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

συμπάσχων, -ουσα, -ον

Άλλες μορφές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ζητούμενο λήμμα