συμπέμπω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συμπέμπω < (σύν) συμ- + πέμπω

Ρήμα[επεξεργασία]

συμπέμπω

  1. στέλνω μαζί, ταυτόχρονα
  2. συνοδεύω

Πηγές[επεξεργασία]