συμπήγνυμι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συμπήγνυμι < συμ- + πήγνυμι

Ρήμα[επεξεργασία]

συμπήγνυμι (& συμπηγνύω)

  1. συμπηγνύω
  2. στερεώνω μαζί με κάτι άλλο
  3. κατασκευάζω
  4. καθιστώ κάτι συμπαγές

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]