συμπίλημα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συμπίλημα τα συμπιλήματα
      γενική του συμπιλήματος των συμπιλημάτων
    αιτιατική το συμπίλημα τα συμπιλήματα
     κλητική συμπίλημα συμπιλήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συμπίλημα < μεσαιωνική ελληνική συμπίλημα[1] < ελληνιστική κοινή συμπίλησις < αρχαία ελληνική συμπιλέω < σύν + πῑλέω < πῖλος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συμπίλημα ουδέτερο

  1. βιβλίο ή κείμενο φτιαγμένο από ένα σύνολο αποσπασμάτων διαφόρων πηγών, χωρίς πρωτοτυπία
  2. (κατ’ επέκταση) οτιδήποτε γίνεται με απλή παράθεση διαφόρων πηγών
    Η απόφαση των υπουργών της Ευρώπης αποτελεί συμπίλημα των προτάσεων της Επιτροπής και της προεδρίας.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  1. συμπίλημα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)